Της Μαρίας Δήμου
Λένε πως ο πιο εντυπωσιακός τρόπος για να γνωρίσεις την Πόλη είναι να ανεβείς με βαπόρι τον Ελλήσποντο και τη Θάλασσα του Μαρμαρά και πλέοντας το άνοιγμα αυτής της θάλασσας να βρεθείς αντιμέτωπος με το στενό του Βοσπόρου και τη μύτη της ιστορικής χερσονήσου. Κι αν είναι σούρουπο ακόμα καλύτερα! Θα δεις από τη μια μεριά να φωτίζονται από το γλυκό φως του δειλινού οι τρούλοι της Αγίας Σοφίας και να σχίζουν τον μαβί ουρανό της οι μιναρέδες των τζαμιών σχηματίζοντας μια μοναδική κορυφογραμμή. Κι από την άλλη να απλώνεται η ασιατική ακτή και τα Πριγκηπόνησα. Όσο πλησιάζεις τα θαλάσσια τείχη θα ορίζουν την ακτογραμμή ενώ θα ξεχωρίζεις σιγά σιγά τις γειτονιές όπως τις έμαθες από τις διηγήσεις και τις αναγνώσεις σου. Μακροχώρι, Yedikule, Ψωμαθειά, Κοντοσκάλι, Sarayburnu. Θα μπορείς να διακρίνεις τους πύργους στην στροφή των τειχών, να ψιλιαστείς τη θέση του λιμανιού του Θεοδοσίου, να αναγνωρίσεις τη Μονή Σεργίου και Βάκχου και το Παλάτι του Βουκολέοντα, το Σαράι των Οθωμανών και στη στροφή του ακρωτηρίου θα μείνεις με το στόμα ανοιχτό αντικρίζοντας το αντάμωμα των θαλασσών, του Βοσπόρου, του Κεράτιου και της θάλασσας που έπλευσες.
Σαν ένα παραμύθι η Πόλη
Σαν ένα παραμύθι είναι η Πόλη που ξεδιπλώνεται μπροστά στον επισκέπτη ακόμα και τώρα που οι ουρανοξύστες αλλάξαν τον ορίζοντά της και η ανοικοδόμηση δεν άφησε παρά ελάχιστο από το πράσινο που κάλυπτε κάποτε τους λόφους της.
Κι όταν πατήσεις το πολυπόθητο χώμα της μια βόλτα στην ακτή αυτή που αντίκρισες από το καράβι, θα σε ανταμείψει με άλλη μια μαγική οπτική του τόπου. Σε όλη τη διαδρομή του δρόμου που ακολουθεί εξωτερικά τα θαλάσσια τείχη, αυτού που φτιάχτηκε πάνω στα βράχια που έγλυφε το κύμα και κρατούσαν μακριά τους επίδοξους κατακτητές, η άπλα που χαρίζει η ανοιχτή Θάλασσα του Μαρμαρά είναι η απόλυτη ανακούφιση για το βλέμμα. Μετά από τις περιηγήσεις στα στενά σοκάκια, ακόμα και στις φαρδιές λεωφόρους, ανάμεσα όμως πάντα σε μια πυκνοδομημένη μεγαλούπολη, η ανοιχτοσύνη της θάλασσας είναι ένα δώρο ξεκούρασης ματιών και μυαλού.
Με την αντικρινή ασιατική ακτή άλλοτε να διαγράφεται ολοκάθαρη στην διαύγεια της ατμόσφαιρας κι άλλοτε να χάνεται στον αχνό της υγρασίας που λες και αναδύεται από την επιφάνεια της θάλασσας, η βόλτα από το Sarayburnuμέχρι και το Μακροχώρι είναι μια απόλαυση.
Δεκάδες καράβια έχουν ρίξει άγκυρα
Αυτό που μαγνητίζει τη ματιά είναι τα δεκάδες καράβια που έχουν ρίξει άγκυρα λίγο πριν το έμπα του Κατάστενου. Περιμένουν αρόδο να έρθει η σειρά τους να ανεβούν στον Εύξεινο Πόντο. Το πέρασμα ενός από τους πιο δύσκολους διαύλους, με ρεύματα και απότομες στροφές, αυτό που κάποτε το ονόμασαν Συμπληγάδες Πέτρες και το διάβηκε ο Ιάσωνας με τους συντρόφους του αναζητώντας το χρυσό, του μύθου ή της πραγματικότητας, λίγη σημασία έχει, απαιτεί μέτρα ασφάλειας, ειδικούς στο τιμόνι, κανόνες και προϋποθέσεις.
Το πέρασμα του Βοσπόρου πάντα γοήτευε αλλά έκρυβε και πολλούς κινδύνους. Τα δυστυχήματα δεν ήταν λίγα και οι πιθανότητες δεν εκμηδενίζονται. Τα καράβια περιμένουν τη σειρά τους, περιμένουν να μπουν στο Κατάστενο, να ακολουθήσουν την προδιαγεγραμμένη πορεία τους, να διασχίσουν μια στενή λωρίδα νερού μαζί με εκατοντάδες άλλα μικρά και μεγάλα πλεούμενα. Ο χρόνος αναμονής μπορεί να είναι από μερικές ώρες μέχρι και λίγες μέρες. Κουβαλούν κάθε είδους εμπόρευμα άλλοτε απλό κι αθώο κι άλλοτε επικίνδυνο και δύσκολο.
Τα στενά του Βοσπόρου
Περιμένουν να περάσουν ανάμεσα από δύο ακτές που κατοικούνται από εκατομμύρια κόσμου, που τα σπίτια τους ξεκινούν από τον γυαλό και φτάνουν στις κορυφές των λόφων. Περιμένουν την άδεια να ξεκινήσουν ένα ταξίδι που θα έχει επιστροφή με την ίδια πορεία. Θα φτάσουν στην Κωνστάντζα και την Οδησσό, τη Σαμψούντα και το Μπατούμι, θα ξεφορτώσουν ή θα φορτώσουν και θα επιστρέψουν και πάλι στη Μεσόγειο περνώντας από τα στενά του Βοσπόρου και του Ελλήσποντου. Το διάβα των στενών από το ’36 καθορίζεται από τη Συνθήκη του Μοντρέ αλλά και τους νόμους του κράτους στο οποίο ανήκουν. Λειτουργεί σαν μονόδρομος με τα βαπόρια άλλοτε να ανεβαίνουν κι άλλοτε να κατεβαίνουν.
Η αναμονή λίγο πριν από την είσοδο των στενών ίσως να είναι ανάπαυλα, ίσως να είναι ξεκούραση. Ίσως όμως να κρύβει αγωνία κι άγχος για τις μέρες του ναύλου, το χρόνο που τρέχει. Μικρά και μεγάλα καράβια στέκουν ακίνητα χαρίζοντας ιδίως το βράδυ με το άναμμα των φώτων τους μοναδικές εικόνες στους κατοίκους και τους επισκέπτες της Πόλης μέχρι να πάρουν την ειδοποίηση, να ανοίξουν πλώρη και να σφυρίξουν από τα φουγάρα τους χαιρετώντας την αιώνια πόλη που θα τα δεχτεί στα νερά της.