Πολιτιστικά

 Νέα έργα τέχνης και παραστάσεις στην Κωνσταντινούπολη τον Σεπτέμβριο

Η Κωνσταντινούπολη ετοιμάζεται να υποδεχθεί δύο σημαντικά καλλιτεχνικά γεγονότα μέσα στον Σεπτέμβριο, συνδυάζοντας μουσική δημιουργία και θέατρο.

 

Στις 12 Σεπτεμβρίου 2025, στο πλαίσιο του Διεθνούς Προγράμματος Φιλοξενίας Καλλιτεχνών του Istanbul Modern, θα παρουσιαστεί σε παγκόσμια πρεμιέρα το νέο έργο του Έλληνα συνθέτη Δημήτρη Σκύλλα με τίτλο The Big Other. Η σύνθεση, αφιερωμένη στην πόλη, φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα μουσικό ταξίδι ειδικά γραμμένο για την Κωνσταντινούπολη.

 

 

Λίγες ημέρες αργότερα, στις 16, 17 και 18 Σεπτεμβρίου 2025, η θεατρική ομάδα παρουσιάζει το έργο “The Dogs” στην Paribu Art. Πρόκειται για μια ανατρεπτική ντετέκτιβ ιστορία, όπου «σκύλοι-ντετέκτιβ» από διαφορετικές χώρες καλούνται να λύσουν ένα μυστήριο επί σκηνής. Η παράσταση, με σκηνοθεσία του Ανέστη Αζά, συνδυάζει στοιχεία ντοκιμαντέρ, μαύρο χιούμορ και δυναμικές ερμηνείες, προσφέροντας στους θεατές μια ταυτόχρονα διασκεδαστική και στοχαστική εμπειρία.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι λόγω της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα στον Τούρκο ηθοποιό Cem Yiğit Üzümoğlu, η παράσταση “Τα Σκυλιά” θα παρουσιαστεί στην Κωνσταντινούπολη στα ελληνικά και αγγλικά, με τουρκικούς υπότιτλους, σε τρεις συνολικά παραστάσεις.

 

 

Η πόλη αναμένεται να ζήσει έναν Σεπτέμβριο γεμάτο τέχνη, που θα ενώσει το κοινό μέσα από τη μουσική και το θέατρο, αναδεικνύοντας τη διεθνή πολιτιστική της ταυτότητα.

Η Ταβέρνα του Κότσου στο Μόδι ρίζωσε από το 1928

Της Μαίρης Τσεβίκ Συμεωνίδου

 

Το Μόδι, με τη θαλασσινή της αύρα και το φως που αλλάζει κάθε ώρα της ημέρας, υπήρξε πάντα τόπος έμπνευσης για ποιητές, καλλιτέχνες και εραστές της ζωής. Εκεί, στην άκρη της θάλασσας, ρίζωσε μια από τις πιο ιστορικές ταβέρνες της Πόλης∙ η ταβέρνα του Κότσου.

 

Ο Κωνσταντίνος «Koço» Korontos, καταγόμενος από την Ίμβρο, άνοιξε το 1928 την πρώτη του ταβέρνα στο Μουχουρντάρ. Ήταν μια μικρή γωνιά που όμως γρήγορα γέμισε με κόσμο, τραγούδια και μυρωδιές από μεζέδες που έφεραν στο τραπέζι τη θάλασσα και την παράδοση. Το 1936 μεταφέρει το μαγαζί του δίπλα στο ταχυδρομείο στο Μόδικαι τελικά το 1964, εγκαθίσταται στη σημερινή τοποθεσία του, απέναντι από το Moda Deniz Kulübü, στην αρχή του δρόμου που οδηγεί στην παλιά μόδιώτικη αποβάθρα.

Το αγίασμα, το κρυφό μυστικό

 

Η θέση του δεν ήταν τυχαία. Από τη μια μεριά η θάλασσα, που χάριζε στην ταβέρνα το αλμυρό της άρωμα∙ από την άλλη, η γειτονιά με το μείγμα των πολιτισμών της. Στην αυλή του Κότσου υπήρχε κι ένα κρυφό μυστικό∙ ένα αγίασμα, το ayazma, που έφερνε στους θαμώνες έναν αέρα μυσταγωγίας, σαν να τους θύμιζε ότι ακόμα και μέσα στη μέθη και στο γλέντι, υπάρχει πάντα κάτι ιερό που μας συντροφεύει.

Δεν ήταν λοιπόν παράξενο που η ταβέρνα του Κότσου έγινε στέκι θρυλικό. Λένε πως όποιος πήγαινε για να πιει ρακί ή κρασί, στο τέλος ξεχνούσε να πιει, μαγεμένος από τους μεζέδες. Στην αίθουσα του Koço συναντήθηκαν μορφές του πνεύματος και της τέχνης∙ ποιητές, ιστορικοί, λογοτέχνες, πανεπιστημιακοί. Στα τραπέζια του ακούστηκαν απαγγελίες ποιημάτων, αναλύθηκαν κεφάλαια ιστορίας, ειπώθηκαν μυστικά πολιτικής, μα πάνω από όλα γράφτηκαν σελίδες φιλίας.

 

Ένας θρύλος που ακόμη ψιθυρίζεται

 

Ο ίδιος ο Koço δεν ήταν απλώς ένας ταβερνιάρης. Ήταν οικοδεσπότης με καρδιά πλατιά, γεμάτη ζεστασιά. Καλωσόριζε τον καθένα σαν φίλο, ήξερε να φτιάχνει ατμόσφαιρα, να γεμίζει ποτήρια, να απλώνει στο τραπέζι μεζέδες που έμεναν στη μνήμη. Γι’ αυτό και η ταβέρνα του δεν ήταν μόνο χώρος γεύσης, αλλά και τόπος μνήμης∙ μια γέφυρα ανάμεσα στη γιορτή και το ιερό, στη θάλασσα και στη γειτονιά, στο παρελθόν και στο παρόν.

Σήμερα, όταν μιλά κανείς για το Μόδι, το όνομα του Κότσου αναδύεται μαζί με το άρωμα της αλμύρας και τον ήχο των ποτηριών που τσουγκρίζουν. Γιατί η ταβέρνα του δεν υπήρξε μόνο ένα μαγαζί∙ ήταν ένας θρύλος, ένας μύθος που ακόμα ψιθυρίζεται, κάθε φορά που κάποιος αναζητά τη γεύση της αληθινής Πόλης.

 

"Πόλη μου, Γεύση μου, Ζωή μου”

 

Ο Νίκος Βέρτης για πρώτη φορά στην Κωνσταντινούπολη

Για πρώτη φορά στην Κωνσταντινούπολη θα δώσει συναυλία στις 28 Νοεμβρίου ο Νίκος Βέρτης, κάτι που επιδίωκε εδώ και πολύ καιρό!

Με το τραγούδι του «Αν είσαι ένα αστέρι που φώτα φέρει στην άδεια μου ζωή, ποτέ μη σβήσεις, ποτέ να μην μ’ αφήσεις, ποτέ να μη χαθεί η αγάπη αυτή…» ξεκίνησε η διαφήμιση για τη μεγάλη συναυλία της Κωνσταντινούπολης που θα πραγματοποιηθεί στο Volkswagen Arena…

Η Ιστορική Ταβέρνα του Παντελή στην Κωνσταντινούπολη

Της Μαίρη Τσεβίκ Συμεωνίδου

 

Η ταβέρνα του Παντελή Τσομπάνογλου, μια από τις πιο ιστορικές και εμβληματικές γαστρονομικές γωνιές της Κωνσταντινούπολης, βρίσκεται στην καρδιά της Πόλης, ακριβώς δίπλα στην Αιγυπτιακή Αγορά, γνωστή και ως Μισίρ Τσαρσί.

Ιδρύθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, το 1901, από τον Παντελή Ζαχαριάδη, έναν Έλληνα της Πόλης με μεγάλη αγάπη για τη μαγειρική και την παραδοσιακή πολίτικη κουζίνα. Ο Παντελής ξεκίνησε την πορεία του από ένα μικρό μαγειρείο στο ισόγειο της αγοράς και με την πάροδο του χρόνου, η φήμη του μεγάλωσε χάρη στις εξαιρετικές του συνταγές και τη ζεστή φιλοξενία του.

Η ταβέρνα αποτέλεσε σημείο συνάντησης για καλλιτέχνες, διανοούμενους, πολιτικούς και ταξιδιώτες απ’ όλο τον κόσμο. Ο ίδιος ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ λέγεται πως επισκέφθηκε το εστιατόριο και εκτίμησε ιδιαίτερα τις γεύσεις του.

Ύμνος στην Πολίτικη Κουζίνα

 

Το μενού της ταβέρνας του Παντελή είναι ένας ύμνος στην πολίτικη κουζίνα: γεμιστά, ιμάμ μπαϊλντί, κεφτέδες, μελιτζάνες με γιαούρτι, ντολμαδάκια, φρέσκα ψάρια, και φυσικά το περίφημο ταουκ γιοκσού (κοτόπουλο με γλυκό ρυζόγαλο). Κάθε πιάτο είναι φτιαγμένο με μεράκι και διατηρεί τις αυθεντικές συνταγές της Πόλης.

Η αισθητική του χώρου διατηρεί το αυθεντικό οθωμανικό ύφος, με μπλε κεραμικά πλακάκια και ξύλινες λεπτομέρειες, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα γεμάτη αναμνήσεις και ιστορία.

Αφού για κάποια χρόνια έκλεισε, η ταβέρνα άνοιξε ξανά τις πόρτες της, τιμώντας τη μνήμη του ιδρυτή της και συνεχίζοντας την παράδοση της φιλοξενίας και της γεύσης.

Η ταβέρνα του Παντελή δεν είναι απλώς ένα εστιατόριο. Είναι ένα ζωντανό κομμάτι της πολιτισμικής και γαστρονομικής ιστορίας της Κωνσταντινούπολης.

Ο Παντελής – Μια Ισχυρή και Τρυφερή Προσωπικότητα

 

Ο Παντελής Τσομπάνογλου ήταν ένας άνθρωπος ταπεινής καταγωγής, με καταγωγή από τη Νίγδη της Καππαδοκίας. Μετανάστευσε στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 20ού αιώνα, κουβαλώντας μαζί του τις γεύσεις και τις μυρωδιές της Ανατολής.

Με εργατικότητα, επιμονή και βαθιά αγάπη για τη μαγειρική, κατάφερε να δημιουργήσει ένα από τα πιο θρυλικά εστιατόρια της Πόλης. Ήταν άνθρωπος φιλόξενος, ευγενικός, αλλά και απαιτητικός στην κουζίνα του. Παρακολουθούσε ο ίδιος κάθε λεπτομέρεια, από την επιλογή των υλικών μέχρι το σερβίρισμα των πιάτων.

Παρά τις δυσκολίες – όπως τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1955, όταν το κατάστημά του καταστράφηκε – δεν έχασε ποτέ το κουράγιο και την αγάπη του για το επάγγελμα. Με την υποστήριξη ανθρώπων που τον εκτιμούσαν, κατάφερε να ξανασταθεί στα πόδια του και να συνεχίσει το έργο του.

Ο Παντελής δεν ήταν απλώς μάγειρας. Ήταν ένας αληθινός καλλιτέχνης της γεύσης, ένας άνθρωπος που έγραψε ιστορία μέσα από τα πιάτα του και κέρδισε μια θέση στις καρδιές όλων όσων τον γνώρισαν.

"Πόλη μου, Γεύση μου, Ζωή μου”

 

Προς πώληση το ρολόι προσευχής του Σουλτάνου Αμπντουλχαμίτ Β' – Τιμή 4 χιλιάδες δολάρια

 

Προς πώληση εκτίθεται ρολόι μουσουλμανικής προσευχής που σχεδίασε ο Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Αμπντουλχαμίτ Β. Το ρολόι που δείχνει τις πέντε ώρες προσευχής κατά τη διάρκεια της ημέρας, πωλείται για 4 χιλιάδες δολάρια.

Το ρολόι παρουσιάστηκε στη «Σύνοδος Κορυφής για την Προσευχή, την Τέχνη, τις Αντίκες και τα Φυσικά Πετράδια», που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά φέτος στην Άγκυρα, συγκέντρώνοντας λάτρεις του ροζαρίου και των αντίκων στο Συνέδριο της ATO στην Άγκυρα.

«Ασχολούμαι με την ωρολογοποιία εδώ και χρόνια. Θέλαμε να ανοίξουμε ένα περίπτερο σε αυτή την όμορφη έκθεση. Έχουμε πολλά μοντέλα, κυρίως ρολόγια τσέπης, αλλά και ελβετικά και ρωσικά ρολόγια χειρός. Το πιο πολύτιμο είναι το ρολόι τσέπης Hamidiye, το οποίο ο Σουλτάνος Αμπντουλχαμίτ Β' παρήγγειλε στον αρχιωρηματοποιό του J. Tolayan και σχεδίασε για να απεικονίζει τις πέντε καθημερινές ώρες προσευχής. Αυτό είναι ένα πολύ ιδιαίτερο ρολόι. Είναι γνωστό ότι κατασκευάστηκαν σχεδόν 100 κομμάτια εκείνη την εποχή, αλλά δεν είμαστε σίγουροι αν ο σουλτάνος είχε ένα στη δική του συλλογή. Αυτή τη στιγμή, γνωρίζουμε μόνο 20 ή 25 κομμάτια στην Τουρκία. Είμαστε περήφανοι που έχουμε ένα δείγμα αυτού του ρολογιού, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου πουλήθηκε στο εξωτερικό. Το καντράν φαίνεται να είναι ενιαίο, αλλά χωρίζεται σε τρία ξεχωριστά κομμάτια με αριθμούς και μπορεί να υπολογίσει τις πέντε καθημερινές ώρες προσευχής. Αισθάνομαι υπερηφάνεια που έχω ένα από τα 20 ή 25 ρολόγια στην Τουρκία. Είμαστε εδώ. Η τιμή που ζητάμε είναι 4.000 δολάρια. Αν βρούμε αγοραστή, θα το πουλήσουμε», είπε Kahmraman Apaydın ο οποίος έχει στη κατοχή του το σπάνιο ρολόι.

Η Ζύμη της Πολίτικης Μνήμης του Νίκου Μούντη μας ταξιδεύει στην Πρίγκηπο

Μαίρη Τσεβίκ Συμεωνίδου

Η Πρίγκηπος των Πριγκηποννήσων δεν είναι απλώς ένα νησί. Είναι ένας κόσμος γεμάτος νοσταλγία, αρώματα και γεύσεις∙ ένας τόπος όπου η Πολίτικη Κουζίνα δεν επιβιώνει μονάχα ως γαστρονομική παράδοση, αλλά ως καθημερινή πράξη μνήμης και αγάπης. Εδώ, κάθε μυρωδιά από ένα παλιό φούρνο, κάθε φρεσκοψημένο τσουρέκι ή ροδόμυρο μπισκότο, φέρει μέσα του την ψυχή της Πόλης, της γιαγιάς, της χαμένης αυλής.

 

Και δεν είναι μόνο τα γλυκίσματα∙ είναι τα τραπέζια με τα ορεκτικά, τα τηγανητά καλαμαράκια, ο ταραμάς και το χταπόδι στη σχάρα. Είναι οι ταβέρνες που μοσχοβολούν μάραθο, ούζο και δάφνη∙ τα βράδια που γεμίζουν με ρεμπέτικο και φωνές. Στη Πρίγκηπο, η Πολίτικη Κουζίνα δεν είναι ανάμνηση – είναι ζωντανή, είναι παρούσα, είναι τρόπος να αγαπάς.

Στην καρδιά της Πριγκήπου και της Πολίτικης Κουζίνας...

 

Μέσα σε αυτό το σκηνικό, ένας φούρνος έμελλε να γίνει σύμβολο: ο Φούρνος του Νίκο Μούντη. Ένα ζυμωτήριο μνήμης, γεύσης και ρωμέικης επιμονής.

Καθώς περιπλανιέσαι στους ήσυχους δρόμους της Μπουγιουκοντά, ανάμεσα στα παλιά πέτρινα σπίτια, σε αγκαλιάζει μια γνώριμη ευωδιά∙ το άρωμα ενός φρεσκοψημένου τσουρεκιού, ενός μπισκότου με μαστίχα, μιας ανάμνησης από τα παιδικά σου χρόνια.

Αυτή η μυρωδιά σε οδηγεί στην καρδιά του νησιού, στον ιστορικό φούρνο που φέρει ακόμα το αποτύπωμα του θρυλικού τεχνίτη, Νίκου Μούντη.

 

Η μνήμη ενός φούρνου

 

Οι ντόπιοι τον ήξεραν ως «Νικομόντη». Ο Νίκος Μούντης γεννήθηκε στις 28 Ιανουαρίου του 1929 στη Πρίγκηπο, παιδί μιας ρωμέικης οικογένειας. Οι ρίζες του κρατούσαν από την Ξάνθη και τη Χίο. Η τέχνη της ζαχαροπλαστικής ήταν γι’ αυτόν μοίρα∙ μια ζωή πλασμένη από γλυκά και ζύμες.

Τα πρώτα του βήματα τα έκανε στο ζαχαροπλαστείο «Χανιμέλι» (της κυρίας Ορτάνς), και στη συνέχεια εργάστηκε σε σπουδαίους χώρους όπως το Park Otel και το φημισμένο Gloria στην Πόλη. Όμως επέλεξε να επιστρέψει στη γενέθλια γη του και στα 1960, άνοιξε έναν ταπεινό αλλά μαγικό φούρνο στην Πλατεία του Ρολογιού: τον Φούρνο της Πριγκήπου.

Στα Χνάρια του Νίκου Μούντη στη Πρίγκηπο

 

Εκεί δεν ζύμωνε μόνο ψωμιά και κουλουράκια, μα και την ψυχή του νησιού. Μπισκότα με μαστίχα ή γαρύφαλλο, κουλούρια με πορτοκάλι ή λεμόνι, πασχαλινά τσουρέκια, καλιτσούνια με σύκα… Όλα ζυμωμένα με μνήμες και παραδόσεις, όλα κομμάτια μιας πολιτισμικής κληρονομιάς που δεν χάθηκε ποτέ.

Μα η μαεστρία του Νίκου δεν φαινόταν μόνο στη ζύμη, αλλά και στους ανθρώπους. Στη ζωή του εμφανίστηκε ένας νεαρός από το Ερζιντζάν, ο Χουσεΐν Καραγιαπράκ. Ξεκίνησε ως βοηθός, μα γρήγορα δέθηκαν σαν πατέρας με γιο. Ο Νίκος του εμπιστεύτηκε τα μυστικά της τέχνης και την καρδιά του.

Με τα χρόνια, το πρώτο κατάστημα παραχωρήθηκε. Ο Χουσεΐν συνέχισε με πλανόδιο καρότσι, μέχρι που άνοιξε το σημερινό κατάστημα μέσα στην αγορά. Εκεί συνεχίζει, με την οικογένειά του, να τιμά τη μνήμη του δασκάλου του.

Στον φούρνο αυτόν, τα αρώματα δεν είναι μόνο από βούτυρο και μπαχάρια. Είναι η μνήμη, η πίστη, το ρωμέικο ήθος που ακόμα επιβιώνει στους δρόμους της Μπουγιουκοντά.

Εκεί όπου το χώμα θυμάται…

 

Ο Νίκος Μούντης πέρασε τα τελευταία του χρόνια στην Αθήνα. Μα η καρδιά του δεν έφυγε ποτέ από το νησί. «Μη μ’ αφήσεις εδώ», έλεγε στον Χουσεΐν. Κι έτσι έγινε. Όταν έφυγε από τη ζωή τον Αύγουστο του 2014, έπειτα από εγχείρηση καρδιάς, η σορός του μεταφέρθηκε στο νησί∙ στο μέρος όπου γεννήθηκε, αγάπησε, έζησε και δημιούργησε. Ενταφιάστηκε στο ρωμέικο κοιμητήριο της Πριγκήπου, εκεί όπου το χώμα θυμάται.

Ο Ιστορικός Φούρνος της Πριγκήπου δεν είναι απλώς ένα μαγαζί∙ είναι ένα παράθυρο στο παρελθόν, στη μνήμη της Πόλης, στην κοινή ζωή Ελλήνων, Τούρκων και Αρμενίων.

Ο Νίκος Μούντης άνοιξε αυτό το παράθυρο με τα χέρια και την καρδιά του. Και σήμερα, κάθε φορά που δαγκώνουμε ένα μπισκότο, κάθε φορά που μυρίζουμε μια ζύμη, αγγίζουμε ξανά εκείνον.

Γιατί λίγοι άνθρωποι καταφέρνουν να φτιάξουν μνήμη από ζύμη.

Κι ο Νίκος Μούντης το κατάφερε...

Πόλη μου, Γεύση μου, Ζωή μου

«Στης Μνήμης τα Ύδατα – Νησιώτικες Εποχές στην Πόλη»

Της Κορνηλία Τσεβίκ-Μπεϊβερτιάν

 

 

Υπάρχουν τόποι που δεν τους αφήνεις ποτέ, ακόμη κι αν έχεις φύγει από καιρό. Τόποι που γίνονται θησαυροί της ψυχής, γιατί εκεί έζησες, αγάπησες, μεγάλωσες, βούτηξες στο φως και στη γλύκα του χρόνου. Τα νησιά του Μαρμαρά, η Χάλκη, η Πρίγκηπος, ο Άγιος Στέφανος — δεν είναι μονάχα γεωγραφικά σημεία. Είναι τα ύδατα της μνήμης, όπου επιστρέφει κανείς με το βλέμμα, με το χαμόγελο, με τον αναστεναγμό. Κι εγώ, επιστρέφω…

Το ταξίδι της ζωής δεν είναι μια πορεία στρωμένη μόνο με γέλια και χαρές. Τα γλυκόπικρα βιώματα είναι εκείνα που μας ωριμάζουν. Ο χρόνος που κυλά, δρα σαν χρυσόσκονη· σκεπάζει τα σκοτάδια μας σαν απαλή βούρτσα, χρυσίζοντάς τα. Πολλά απ’ όσα μας προβλημάτισαν βαθιά, τα θυμόμαστε αργότερα με τρυφερότητα και συγκίνηση… Έτσι και τα καλοκαίρια στα παραθαλάσσια θέρετρα της Πόλης και στα Πριγκηπόννησα παίρνουν το μερίδιό τους από τις γλυκές αναμνήσεις. Πολύ περισσότερο επειδή αποτελούσαν πάντα ένα διάστημα αγρανάπαυσης και ανάσας, μακριά από τις πολλαπλές υποχρεώσεις μας.

 

 

Τα Καλοκαίρια της Πόλης τη δεκαετία του ‘80

 

 

Τα καλοκαίρια μου, από τη δεκαετία του ’80 και μετά, πέρασαν σε διάφορα εξοχικά της Κωνσταντινούπολης. Πριν το ’80 όμως, ζούσα τα καλοκαίρια στον μικρό μου παράδεισο: στο Sinemköy, στην οδό Kuyulubağ. Το σοκάκι μας ήταν το ωραιότερο στενό του Κουρτουλούς – των πάλαι ποτέ Ταταούλων. Στο μέτωπο του φαρδιού δρόμου ξεκινούσε μια ατέλειωτη σειρά από πολυκατοικίες που έφτανε ως το Φερίκιοϊ, ενώ απέναντί μας απλώνονταν μόνο μποστάνια. Το περιβάλλον ευνοούσε το παιχνίδι έξω· τότε που η γειτονιά σήμαινε ζωή. Παίζαμε ως αργά το βράδυ. Όπως έλεγε και η μητέρα μου: «Βγαίναμε απ’ το σπίτι με τον ήλιο και γυρνούσαμε με το φεγγάρι». Τις ανάγκες μας τις εξασφαλίζαμε με εξ αποστάσεως επαφές – όπως με το μπουκάλι WAT 69 που ήταν "στην ιδιοκτησία μου". Χρησίμευε για νερό και ανέβαινε-κατέβαινε από το παράθυρο με το καλάθι, ίσως και δέκα φορές μέσα στη μέρα.

Στο δρόμο μας υπήρχε μια μεγάλη παρέα: δέκα-δεκαπέντε παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Ένα σωρό παιχνίδια του δρόμου· κι ανάμεσά τους, το πλέξιμο, η δαντέλα, το κέντημα· και οι μικροκαβγάδες· κι εγώ να λειτουργώ σαν αγοροκόριτσο στα δύσκολα, πηδώντας από λοφίσκους και δέντρα, κάνοντας μπραντεφέρ, συμμετέχοντας μέχρι και σε πολιτικές συζητήσεις… Όλα αυτά τα έμαθα στη γειτονιά μου. Εκεί γεννήθηκαν φιλίες καρδιακές. Εκεί γνώρισα και την πολυπολιτισμική ταυτότητα της Πόλης, μέσα από τους φίλους μου -κάθε καρυδιάς καρύδι-, όπως λέει κι η λαϊκή ρήση. Όλοι μαζί μια αγκαλιά, ευπρόσδεκτη. Μοιραστήκαμε χαρές και σκανταλιές. Τον χειμώνα, πηγαινοερχόμασταν στα σπίτια ο ένας του άλλου. Στις αρρώστιες και τις κηδείες, πενθούσαμε μαζί...

 

 

Στο γραφικό Νεοχώρι του Βοσπόρου

 

 

Στα 12 μου, όταν πέρασα την τάξη με παναριστεία, οι γονείς μου μού χάρισαν τη Cinderella – το δίτροχο ποδήλατο των ονείρων μου! Με αυτό ίδρυσα την ομάδα κοριτσιών-ποδηλατισσών της γειτονιάς και ήμουν πανευτυχής με το κατόρθωμά μου. Φεύγαμε ομαδικά, ανακαλύπτοντας άλλες γειτονιές της Πόλης. Η μαμά μου, πανικόβλητη, άρχισε να σχεδιάζει καλοκαιρινούς παραθερισμούς. Θυμάμαι να πιπιλίζει καθημερινά το μυαλό του μπαμπά: «Τα κορίτσια μεγαλώνουν· δεν είναι κατάσταση αυτή!». Ο πατέρας μου, από την άλλη, δεν ήταν πρόθυμος να συμβιβαστεί με τα δρομολόγια των πλοίων· ούτε βοηθούσαν οι ρυθμοί της δουλειάς του. Γι’ αυτό η μητέρα μου επέλεξε για παραθερισμό το πανέμορφο και γραφικό Νεοχώρι του Βοσπόρου. Εκεί μείναμε στο σπίτι της κυρίας Μαρίκας, κόρης του γνωστού ψαρά Παναγιώτη του Πανωραίου, όπως τον αποκαλούσε. Για δύο καλοκαίρια νοικιάζαμε το σπιτικό της. 

 

 

Από το καφενείο Εμέκ στον Αλέκο

 

 

Στον Βόσπορο έμαθα να κολυμπώ στα βαθιά νερά και να βουτώ στα βράχια για να μαζέψω μύδια. Το πρωί, όταν η κυκλοφορία το επέτρεπε, η μικρή μου παρέα κάναμεσουλάτσο με το πατίνι ως τα Θεραπειά. Κάθε απόγευμα πίναμε το τσαγάκι μας στο καφενείο Εμέκ, όπου μαζεύονταν οι ντόπιοι. Τους επισκέπτες μας τους φιλοξενούσαμε  στον Αλέκο, στο ρωμαίικο εστιατόριο του χωριού.                            

Το ξενοδοχείο Carlton το οποίο γυάλιζε σαν μαργαριτάρι του θέρους αλλά κατεδαφίστηκε σε μερικά χρόνια, -το ΄86- αποτελούσε στέκι της υψηλής κοινωνίας για σημαντικές συναντήσεις. Στις 15 Αυγούστου, της Παναγίας, γέμιζε η εκκλησία της Κουμαριώτισσας στην παραλία — με ντόπιους και πολλούς Ελλαδίτες, που έφταναν για προσκύνημα. Το φθινόπωρο, κάθε γειτονιά μύριζε παλαμίδα. Οι ψαράδες άδειαζαν τα δίχτυα τους στις λεκάνες, κι εμείς περιμέναμε στη σειρά για να διαλέξουμε τις πιο καλοθρεμμένες. Οι μαγαζάτορες αγόραζαν ποσότητες για να στρώσουν λακέρδα. Εκείνο το καλοκαίρι, έμαθα να φτιάχνω λακέρδα από την κυρία Μαρίκα.

Ένας από τους καλοκαιρινούς Νιχωρίτικους γλεντζέδες ήταν οι βόλτες με τα μοτοράκια στην ασιατική ακτή — και κυρίως στην Κάνλιτζα, για το φημισμένο ζαχαρωτό γιαούρτι. Το γιαούρτι και το παγωτό ήταν τότε από τις πιο ονειρεμένες γεύσεις, πολύ πριν την εποχή της βάφλας και των ροφημάτων που τρώμε και πίνουμε σήμερα, χωρίς καν να γνωρίζουμε την προέλευσή τους.

 

 

Ο Άγιο Στέφανος και το πάρκο των ερωτευμένων

 

 

Ύστερα από τα καλοκαίρια στο Νιχώρι, μετακομίσαμε στον Άγιο Στέφανο. Το θυμάμαι ως το καλοκαίρι της 9ης τάξης στο Ζάππειο· ήθελα πολύ να το περάσω με τις συμμαθήτριές μου, την Άννα και την Ευδοξία. Το Νιχώρι ήταν πανέμορφο, αλλά έλειπε η συντροφιά του σχολείου. Έτσι, πείσαμε τον μπαμπά και νοικιάσαμε ένα σπίτι από μια Αρμένισσα κυρία, τη Μαντάμ Σατέν. Ήταν ένα ξύλινο κονάκι με έναν όμορφο κήπο, περιτριγυρισμένο από καρποφόρα δέντρα.

Εκεί κάναμε φίλους: Τούρκους, αρμένιους, λεβαντίνους κιεβραίους. Με κάποιους από αυτούς δέσαμε βαθιά. Εκείνο το καλοκαίρι γνώρισα τον Σάρο — τον άνθρωπο που έμελλε, μια δεκαετία αργότερα, να γίνει ο σύντροφός μου και να ενώσουμε τις ζωές μας για πάντα.

Στον Άγιο Στέφανο πηγαίναμε για μπάνιο στο Μοτέλ, όπου γίναμε μέλη. Έμαθα τένις στον Αθλητικό Σύλλογο του Γιεσίλγιουρτ. Προτιμούσαμε επίσης την παραλία στα Φλώρια, για τη χρυσή της αμμουδιά. Τότε ακόμη δεν είχε κατασκευαστεί ο επιπλέον παραλιακός δρόμος· η θάλασσα έφτανε σχεδόν ως τα γιαλιά του χωριού. Το Roné Park, γνωστό ως το πάρκο των ερωτευμένων, με τα σκιερά του δέντρα, ήταν από τα ωραιότερα θέρετρα της εποχής.

Αξέχαστος παραμένει κι ο ήχος των αεροπλάνων που προσγειώνονταν ή απογειώνονταν στο αεροδρόμιο· το βουητό τους έφτανε μέσα στο σπίτι, μιας και τα παράθυρα ήταν διαρκώς ανοιχτά.  Κι αν τα αεροπλάνα όριζαν τον ουρανό μας, το τρένο με τον χαρακτηριστικό του ήχο έδινε τον ρυθμό της γης — περνώντας σταθερά απ’ τον Άγιο Στέφανο, σφυρίζοντας σαν ανάσα του τόπου. 

 

 

Εξορμήσεις στην Αντιγόνη

 

 

Ύστερα ήρθαν τα Πριγκηπόννησα — και κράτησαν για πάρα πολλά χρόνια. Προς το τέλος κάθε σχολικής χρονιάς, κάναμε εξορμήσεις με τις συμμαθήτριες μου στην Αντιγόνη. Το φαστφουντάδικο του Δημητρού στη σκάλα ήταν το καταφύγιό μας, όταν μας κυρίευε η πείνα. Εκεί τρώγαμε το νοστιμότερο χάμπουργκερ και το μοσχομυριστό γύρο του νησιού. Όταν ο Δημητρός έφυγε για την Αθήνα, νιώσαμε πως ορφανέψαμε από το καλό φαγητό.

Αυτές οι σταδιακές επισκέψεις στα νησιά με έκαναν να τα αγαπήσω βαθιά. Εν τω μεταξύ, οι παραλίες του Βοσπόρου και του Μαρμαρά άλλαζαν ολοένα προφίλ. Έτσι, με πρωτοβουλία της "γυναικοκρατίας" της οικογένειας, πείστηκε ο μπαμπάς και γίναμε νησιώτες.

 

 

Το δίλημμα Αντιγόνης και Χάλκης

 

 

Θυμάμαι ζήσαμε τότε το δίλημμα μεταξύ Αντιγόνης καιΧάλκης. Υπερίσχυσε η Χάλκη, γιατί εκεί είχαμε περισσότερους γνωστούς. Η μητέρα μας ανέλαβε να κανονίσει το σπίτι όπου θα μέναμε και όλα τα της μετακόμισης.

Εκείνα τα χρόνια, η μετακόμιση –το λεγόμενο γκιότσι– ήταν δύσκολη και επίπονη υπόθεση, με χαμάληδες και φορτηγά. Το ψυγείο, το πλυντήριο και τα βασικά έπιπλα μεταφέρονταν από την Πόλη στο σπίτι του νησιού, και στο τέλος του καλοκαιριού ξαναγύριζαν στο χειμερινό μας σπίτι. Οι χαμάληδες περίμεναν στη σκάλα του βαποριού, παρατηρώντας με προσοχή τους επιβάτες και σπεύδοντας να "κολλήσουν" στους πιο φορτωμένους, προσπαθώντας να τους πείσουν με τα παζάρια τους.                      

Η Χάλκη μάς φιλοξένησε για αρκετά χρόνια. Όχι μόνο εμάς, αλλά και τα παιδιά μας… Ο γιος μου, ο Άρης, πέρασε τα παιδικά και πρώτα νεανικά του καλοκαίρια στη Χάλκη και στην Πρίγκηπο — και τα θυμάται με νοσταλγία και αγάπη.

Δεν είναι εύκολο να συγκρίνει κανείς τα Πριγκηπόννησα. Κάθε νησί έχει τις δικές του, μοναδικές ομορφιές. Εκείνο που τα ενώνει είναι το άρωμα των πεύκων, οι παραλίες, οι αμμουδιές, οι εκκλησιές και τα αγιάσματα, οι χάβρες και τα τζαμιά. Και βέβαια, οι άνθρωποι του νησιού — εκείνοι που έχουν ζυμωθεί με τον τόπο, έχοντας ζήσει τους παγωμένους χειμώνες, τα ζεστά καλοκαίρια, τα μελτέμια και τους βοριάδες· νησιώτες ψυχή τε και σώματι. Ψαράδες, γέροντες νεωκόροι, παλιά εσνάφια, αμαξάδες, που από γενιά σε γενιά μεταφέρουν τους μύθους και τις αφηγήσεις του νησιού με πάθος άσβεστο — αν και, πια, λιγόστεψαν, σχεδόν χάθηκαν από προσώπου γης...

 

 

Η Θεολολογική Σχολή δεσπόζει στον λόφο

 

 

Η Χάλκη, αυτό το λαϊκό και γλυκύτατο νησί, ξεχωρίζει τόσο για τη φυσική της ομορφιά όσο και για τη γεωγραφική της ευκολία· μπορεί κανείς να την περπατήσει ολόκληρη, χωρίς κόπο. Είναι το νησί μου — εκείνο στο οποίο, από την πρώτη νιότη μου, έζησα τα πιο ξέγνοιαστα, και χαρούμενα καλοκαίρια της ζωής μου. Ανεβοκατέβαινα ακούραστη τις ανηφόρες και τις κατηφόρες του, χάραζα καρδούλες στους χοντρούς κορμούς των δέντρων, δροσιζόμουν στα κρύα νερά, μάζευα μιμόζες την άνοιξη από τους κήπους, έφτιαχνα πίνακες με βότσαλα… και κυρίως: έγραφα, στη σκιά των πλατύφυλλων δέντρων, τα πρώτα μου διηγήματα και ποιήματα.

Η Χάλκη, με τη Θεολογική Σχολή να δεσπόζει στον λόφο, με το εκκλησάκι του Χριστού, την παλιά Εμπορική Σχολή, τον Άγιο Νικόλαο στην πλατεΐτσα της προκυμαίας (γνωστής και ως "κε"), το Δημοτικό Σχολείο, το μοναστήρι στα αριστερά της σκάλας με τη Ναυτική Σχολή δίπλα του… Όλα τούτα, μαζί με τις παραλίες, τους κολπίσκους και τα λιμανάκια που περιτριγυρίζουν το νησί, συνθέτουν, κατά τη γνώμη μου, το πιο όμορφο ανάμεσα στα Πριγκηπόννησα. Ένα νησί προικισμένο με την ιδιαιτερότητα να ενσαρκώνει ζωντανά την ελληνοχριστιανική ταυτότητα της Πόλης. Η σκάλα του, τα δρομάκια που ξετυλίγονται κυκλικά, οι μεγάλοι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι και τα πλακόστρωτα στενά που σκαρφαλώνουν στις κορυφές, αποτελούν χαρακτηριστικά μιας αυθεντικής γεωγραφίας του Μαρμαρά.

 

 

Το πρώτο μας σπίτι στην Χάλκη

 

 

Το πρώτο μας σπίτι στο νησί ανήκε στην κυρία Ελένη Καπετανίδου, τη «κουλτουριάρα» κυρία στους κύκλους των νησιωτών. Πριν από εμάς, είχε κατοικήσει εκεί ο διάσημος ποιητής Can Yücel — κι έτσι, το σπίτι ήταν δακτυλοδεικτούμενο. Μοναχικό, διώροφο και μπετονένιο, με μικρό κηπάκι στην είσοδο, γειτόνευε με τη Στρατιωτική Λέσχη και ξεχώριζε στη γειτονιά. Ήταν τα χρόνια που όλοι μπαινόβγαιναν στα σπίτια των άλλων· αρκούσε μια απλή αφορμή: «Πόσο όμορφα μύρισε!»«Τι μαγειρεύεις σήμερα;»«Έχετε παραπανήσιο ψωμί;». Ερωτήσεις σαν κι αυτές μας έφερναν κοντά και μας κοινωνικοποιούσαν αυθόρμητα — μέλη μιας γειτονιάς που έμοιαζε με μεγάλη οικογένεια.

Η Μαντάμ Βικτώρια, η κυρία Ανθή με τον σύζυγό της Παντελή, η Τουρκάλα γειτόνισσά μας Αϊσούν Χανούμ και οι δίδυμες κόρες της, η Εμέλ και η Ιζέλ, έγιναν θαμώνες του κήπου μας πολύ γρήγορα. Στην πλατεΐτσα κάτω από το στενό του σπιτιού μας, τα παιδιά έπαιζαν όλη μέρα. Όσα είχαν ανακαλύψει τη βρύση στον κήπο μας έμπαιναν αυθαίρετα, για να δροσίσουν τη δίψα τους, χωρίς να υπολογίζουν αν το νερό ήταν πόσιμο ή όχι.

 

 

Η παραλία με τα Τρία Δεντράκια

 

 

Κάθε πρωί, η παρέα των νέων συγκεντρωνόμασταν στα «Τρία Δεντράκια» — σημείο αναφοράς για τις συναναστροφές μας. Εκεί, στο στόμιο του κατήφορου, υπήρχαν σκαλάκια από μπετόν που διευκόλυναν το κατέβασμα. Αφού απολαμβάναμε την κρύα θάλασσα με τα μικρά και μεγάλα βότσαλα, ξαπλώναμε στις αυτοσχέδιες ξαπλώστρες μας, διαβάζαμε, συζητούσαμε, αστειευόμασταν, παίζαμε θαλασσινά παιχνίδια και χαιρόμασταν τα καλά της παρέας — προτού η κινητή τηλεφωνία εισβάλει δραστικά στη ζωή μας.

Όλα αυτά ήταν τρόπος ζωής. Τα απογεύματα, ανάβαμε φωτιά και ψήναμε πάνω σε τενεκεδένια λαμαρίνα τα στρείδια που μάζευαν οι μερακλήδες φίλοι μας. Η νοστιμιά των θαλασσινών, που τα αλατίζαμε με μπόλικο λεμόνι, ήταν ασυναγώνιστη. Ακόμα και σήμερα, όταν τυχαίνει να μυρίσω εκείνη την καπνίλα, σταματά ο χρόνος — και με μαγικό τρόπο ακτινοβολούμαι ξανά στην παραλία με τα Τρία Δεντράκια.

Δίπλα από τα «Τρία Δεντράκια» υπήρχε το γήπεδο του μπάσκετ. Να είχε γλώσσα να μιλήσει — πόσα παιχνίδια, πόσες συναντήσεις! Οι κραυγές μας ηχούσαν ως τον ουρανό.

 

 

Παίρναμε τον δρόμο για το «κε»

 

 

Τα βράδια λουσαριζόμασταν και παίρναμε τον δρόμο για το «κε». Κάναμε τις βόλτες μας ως αργά, πάνω-κάτω στην προκυμαία, γευόμενοι τα παγωτά και τους τραγανούς ηλιόσπορους, και συζητώντας «τα ατελείωτα». Ανάλογα με τη μέρα, η μεγάλη μας παρέα χωριζόταν σε υποομάδες. Κάποιοι έπαιρναν τον δρόμο του «μεγάλου γύρου», κάποιοι κατέληγαν στο Τσαμ Λιμάνι, όπου άναβαν φωτιά και συνόδευαν με τραγούδι τον κάθε κιθαρίστα της παρέας. Άλλοι προτιμούσαν την κουβέντα κάτω απ’ την πανσέληνο, καθισμένοι στις ξύλινες καρέκλες του καφενείου, σε φιλοσοφικές συζητήσεις μέχρι τα μεσάνυχτα. Επαληθεύαμε έτσι, με τρόπο αυθεντικό, το γνωστό τουρκικό τραγούδι «Biz Heybeli’de her gece mehtaba çıkardık» — «Εμείς στη Χάλκη κάθε νύχτα βγαίναμε στο φεγγάρι». Δεν ήταν απλώς λαϊκή φαντασία. Ήταν πραγματικότητα. Δεν ξέρω αν οφειλόταν στη γεωγραφική θέση της Χάλκης, αλλά η πανσέληνός της ήταν ασύγκριτη. Δεν τη χόρταινες να την καμαρώνεις…

Το δεύτερό μας σπίτι στη Χάλκη ήταν ένα παλιό κονάκι, επί της λεωφόρου Lozan Zaferi Caddesi, κοντά στη θάλασσα και στη Θεολογική Σχολή. Από τα υπνοδωμάτιά μας αγναντεύαμε τη δελεαστική φύση και τα γύρω νησιά. Επειδή το σπίτι βρισκόταν ψηλά, κοντά στο γνωστό ξενοδοχείο Halki Palace, με την εύνοια του αέρα έφταναν στα αυτιά μας οι μελωδίες από τα παραλιακά μαγαζιά και τα καφενεία. Οι φυσικοί ήχοι του νησιού ήταν τα κελαϊδήματα των πουλιών, τα κακαρίσματα των κοκόρων και, κυρίως, οι κραυγές των γλάρων — οι αφέντες κάθε στέγης και κάθε μπαλκονιού. Δεν ξεφορτωνόσουν τους γλάρους· μονάχα μάθαινες να συνυπάρχεις μαζί τους.

Η Χάλκη κρατά μέσα της και τη μνήμη του λατρεμένου μου πατέρα, που «έφυγε» πολύ νωρίς — στα 56 του μόλις χρόνια. Δεν θα ξεχάσω τις όμορφες στιγμές που τον περιμέναμε στο «κε» κάθε Σάββατο, να φτάσει με το καράβι του. Τρώγαμε μεσημεριανό οικογενειακά στο Deniz Park, το παραλιακό μας εστιατόριο, κι ύστερα κάναμε κέφι στη βεράντα του σπιτιού μας…

 

 

Η ιστορία επαναλαμβάνεται

 

 

Τα χρόνια κύλησαν ανυποψίαστα. Κι έγινα πια μια έγγαμη κυρία — κι ύστερα μητέρα. Παρόλο που τότε ζούσαμε στον Άγιο Στέφανο, η προτίμησή μας για παραθερισμό παρέμεινε στα νησιά. Ο γιος μας, ο Άρης, πέρασε τα πρώτα πέντε καλοκαίρια της ζωής του στο μεγάλο κονάκι της Zehra Hanımστη Χάλκη. Εκεί έμαθε να κάθεται στο ποδήλατο, να παίζει μπάλα, να επιπλέει στα νερά της τεράστιας φουσκωτήςπισίνας, και λίγο αργότερα να κολυμπάει στα «Τρία Δεντράκια». Απόδειξη πως η ιστορία όντως επαναλαμβάνεται. Στα ίδια στενά και στα ίδια πάρκα του νησιού έπαιζαν τώρα τα παιδιά των δικών μας φίλων — που κι αυτά έγιναν φίλοι μεταξύ τους. Πηγαίναμε μαζί στα σινεμά με παιδικές ταινίες, περιμέναμε στην ουρά για το carouselτης παραλίας, και για να γευτούν τα παγωτά τους απ’ τον γερασμένο πια παγωτατζή Αλή.

Ήρθαν καιροί που οι μεγάλοι της οικογένειας μάς μεταλαμπάδευσαν τα ήθη και τα έθιμα. Αναλαμβάνοντας πια τον ρόλο των εκτελεστών, οδηγούμασταν κάθε 6 Αυγούστου, με τα παιδιά μας, στο Μοναστήρι του Χριστού για την ευλογία του σταφυλιού. Στις 15 Αυγούστου γιορτάζαμε τη Μεγάλη Παναγιά και την ονομαστική γιορτή της γιαγιάς Μαρίκας και της αδερφής μου, της Μαίρης. Στις 27 Αυγούστου, του Αγίου Φανουρίου, φτιάχναμε τις φανουρόπιτες για να ευλογηθούν από τον ιερέα σε κάθε εκκλησιά και να τις μοιράσουμε στην ομήγυρη.

 

 

Στραφήκαμε στην Πρίγκηπο

 

 

Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’90 όταν αισθανθήκαμε ότι «καταναλώσαμε» τη Χάλκη — και, για αλλαγή, στραφήκαμε στην Πρίγκηπο, ελπίζοντας πως τα παιδιά μας θα σμίξουν με περισσότερα παιδάκια του σχολείου τους που παραθέριζαν εκεί. Η παλιά ρωμαίικη παρέα της Χάλκης είχε προ πολλού σκορπίσει. Στο νησί παρέμεναν μόνο λίγοι επισκέπτες από το εξωτερικό που έρχονταν να δουν συγγενείς τους. Η αύξηση των καταστημάτων και η εγκατάσταση στο νησί εργαζομένων από άλλα νησιά, υπαλλήλων του Νοσοκομείου και της Ναυτικής Σχολής, συνέβαλαν στην αλλοίωση της νησιώτικης ταυτότητας. Ακόμα κι εμείς, οι παλιοί παραθεριστές, νιώσαμε αποξενωμένοι μεταξύ μας.

Η Πρίγκηπος, έως τότε, ήταν το νησί όπου πηγαίναμε για αλλαγή περιβάλλοντος: για ψώνια από τη μεγάλη λαϊκή της, για φαγητό στα καζίνα της παραλίας — με πρώτο και καλύτερο το Μιλάνο — και για να ξεναγήσουμε στα μνημεία της τους επισκέπτες μας από την Ελλάδα.

 

 

Οι μελαγχολικές ημέρες του Φθινοπώρου

 

 

Θυμάμαι τα νησιά και με τις μελαγχολικές ημέρες του φθινοπώρου. Ο δροσερός αέρας που έφερναν τα μελτέμια του Σεπτεμβρίου απλωνόταν σταδιακά σε όλη την ατμόσφαιρα. Όσοι απολάμβαναν τα τελευταία μπάνια της σεζόν στη γαλήνια φθινοπωρινή θάλασσα, άρχιζαν να ετοιμάζουν τις βαλίτσες της επιστροφής στην Πόλη.

Η 29η Οκτωβρίου, ημέρα της Τουρκικής Δημοκρατίας, σηματοδοτούσε το οριστικό τέλος της εποχής του παραθερισμού. Τα στενά κι οι παραλίες άδειαζαν… Απέμεναν μόνο τα εσνάφια, τα αδέσποτα σκυλιά και οι γάτες, να τρέχουν πίσω από τα ξερά φύλλα των δέντρων που τα μετέφερε ο άνεμος. Οι γάτες έπιαναν τον δρόμο της ψαραγοράς και οι σκύλοι ακολουθούσαν τα ίχνη των χασάπηδων.

Η θέα των νησιών από το καράβι της επιστροφής — δεν ξέρω γιατί — μου προκαλούσε και μου προκαλεί πάντα μια απερίγραπτη θλίψη.

Ο κόσμος του άστεως προτίμησε σιγά-σιγά τις απομακρυσμένες πολυτελείς κατοικίες με πισίνες, σε περιοχές όπως το Kemerburgaz και το Kemer Country. Τα καλοκαίρια άρχισαν να οδηγούν τους ανθρώπους στις παραλίες του Αιγαίου και της Μεσογείου. Οι νέοι έφυγαν από τα νησιά, και οι οικογένειές τους τούς ακολούθησαν. Το προφίλ των μελών του Κλαμπ Αναντολού στην Πρίγκηπο άλλαξε. Τα λαμπερά νιάτα που συγκεντρώνονταν τα βράδια μπροστά στο ρολόι της πλατείας, όπως και οι ρομαντικές άμαξες των νησιών, εξαφανίστηκαν σιγά σιγά — για τον άλφα ή βήτα λόγο.

Όπως κατά καιρούς καταργήθηκε η κλάση «λουξ» στα βαπόρια· όπως χάθηκαν τα παιδάκια που πουλούσαν ομόγλωσσες εφημερίδες και περιοδικά στο «κε»· όπως μειώθηκε δραματικά ο πληθυσμός των Ρωμιών στην Πόλη και στα νησιά...

 

 

Λένε πως «θα γυρίζει ο τροχός»

 

 

Λένε πως «θα γυρίσει ο τροχός». Ποιος ξέρει; Κάθε φευγιό κουβαλά μέσα του μια πιθανότητα επιστροφής. Κάθε απομάκρυνση γεννά νοσταλγία. Και η νοσταλγία μάς ωθεί να αναζητήσουμε τις ρίζες της χαράς — εκεί όπου κάποτε υπήρξαμε ευτυχισμένοι.

Εύχομαι από καρδιάς τα νησιά μας και οι θάλασσές μας να παραμείνουν άθικτες — να μη φτάσουμε ποτέ να πούμε: «Κολυμπούσαμε, κάποτε, στη Θάλασσα του Μαρμαρά».

Θέλω να θυμάμαι τα νησιά μας με τις καταγάλανες θάλασσες, τα πευκοδάση, τους γλάρους· με τις εκκλησιές και τα καμπαναριά, τις συναγωγές, τους ντόπιους ψαράδες, τους αμαξάδες, τους πλανόδιους, τους παγωτατζήδες, τους τρελούς, τους χαμάληδες, τα τσαρσιά και τα παζάρια, τα ποδήλατα…

Γιατί σ’ αυτά τα νησιά έζησα. Και αυτά τα νησιά αγάπησα — κι αγαπώ, ως σήμερα.

 

 

 

(Το πιο πάνω κείμενο περιλαμβάνεται στο βιβλίο«Κωνσταντινούπολη – Νόστος στον χώρο και τον χρόνο» σε επιμέλεια Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη, Ελληνοεκδοτική, 2024).   

Το προφιτερόλ της Πόλης, ο Λουκάς και η θρυλική Λιζ έγραψαν ιστορία

Της Μαίρης Τσεβίκ Συμεωνίδη

Γεια σας Αγαπημένοι μου φίλοι, στο κείμενο μου αυτό, θα σας παρουσιάσω μια θρυλική αξέχαστη γλυκιά ιστορία της Πόλης... Ένα σήμα, ένα όνομα που συνεχίζει ακόμα και σήμερα και εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει τους Ρωμιούς της Πόλης, την Πολίτικη Κουζίνα και τις γλυκές συνήθειες μας...

Το ζαχαροπλαστείο Ιντζί, που έγραψε το όνομά του με χρυσά γράμματα στην Κωνσταντινούπολη και στο Πέρα και συγκεκριμένα μεσ' την μέση της Ιστικλάλ Τζαντεσί… To Ιντζί βρίσκεται στο Μπέγιογλου (Οδός του Πέραν), ιδρύθηκε το 1944 από τον Λουκά Ζιγουρίδη ο οποίος έζησε 17 χρόνια με τη θρυλική Ελισάβετ Μπουγιουκγκεντίκογλου, γνωστή ως Λιζ. Η Λιζ μου μίλησε για τη ζωή του Λουκά μετά τον θάνατο του.

Το ζαχαροπλαστείο Ιντζί στην Οδό του Πέραν

 

Το 2011 ξεκίνησα την έρευνα της πολίτικης κουζίνας, και  για τις συνεντεύξεις μου με Ρωμιούς μαγαζάτορες, με  ζαχαροπλάστες, με σοκολατοποιούς με ονόματα που αφιέρωσαν σχεδόν την ζωή τους για να δημιουργήσουν γεύσεις και μαγαζιά τα οποίασυνεχίζουν και κρατούν ακόμη και σήμερα αντιπροσωπεύοντας την κουζινα των Ρωμιών, την παράδοση του φαγητού, του γλυκού, του μεζέ, και της διασκέδασης ... 

Ένα απο τα πασιγνωστα αυτά μαγαζιά είναι το Ιντζί και η υπεροχη γευση του προφιτερόλ του που κατάφερε να γράψει την δική του ιστορία στο Περα...

Ο Λουκάς Ζιγορίδης δεν ζουσε πλέον για να πάρω τις πληροφορίες που ήθελα να πάρω, όμως συνάντησα την αγαπημένη Ελισάβετ Μπιουκντεντικόγλου, η οποία ήταν η γυναίκα που τον συνόδεψε για 17 χρονια μαζί του  χέρι-χέρι στην δυσκολη αλλα όμορφη πορεία τους... 

Πριν λιγα χρόνια έφυγε και η Λιζα απο κοντά μας... 

Ελπίζω, σε κάποιο άλλο σύμπαν, να έχουν ξανασυναντηθεί και να συνεχίζουν την γλυκιά,  κεφάτη, γεμάτη με χαρά, γλέντι και μουσική ζωή τους...

 

Ο Λουκάς, η Λιζ και το Μυστικό του προφιτερόλ

 

Στην καρδιά της Κωνσταντινούπολης, εκεί όπου η Οδός Ιστικλάλ πάλλεται από ζωή, μουσική και αναμνήσεις, γεννήθηκε κάποτε ένα μικρό ζαχαροπλαστείο που έγραψε τη δική του ιστορία. 

Το «İnci» – δηλαδή «Μαργαριτάρι» – άνοιξε τις πόρτες του το 1910, χάρη στο μεράκι και την τέχνη ενός ανθρώπου μοναδικού: του Λουκά Ζιγορίδη.

Ο Λουκάς ήταν Αρβανίτης στην καταγωγή, ένας άνθρωπος πεισματάρης, εργατικός και γεμάτος πάθος για τη ζαχαροπλαστική. Είχε φέρει μαζί του από την Ευρώπη μια μυστική γαλλική συνταγή για το προφιτερόλ, που έμελλε να γίνει το πιο διάσημο γλυκό της Πόλης. Μικρές μπαλίτσες από choux γεμισμένες με σαντιγί, σκεπασμένες με παχιά σοκολατένια σός– κάθε κουταλιά και μια έκρηξη απόλαυσης.

Ο Λουκάς έκρυψε το μυστικό από τη θρυλική Λιζ

 

Στο πλευρό του στεκόταν μια γυναίκα που σημάδεψε εκείνη την εποχή: η Λίζα Μπιουγιουκεντικόγλου. Κομψή, φωτεινή και γεμάτη ζεστασιά, η Λιζ δεν ήταν μόνο η σύντροφός του στη ζωή αλλά και συνοδοιπόρος του στο όνειρο. Με τη δική της ταβέρνα – τη θρυλική «Liz»  συνέβαλε στο να διατηρηθεί η ρωμαίικη κουλτούρα της διασκέδασης και της φιλοξενίας μέσα σε δύσκολες εποχές.

Κι όμως, όσο βαθιά κι αν ήταν η αγάπη τους, ο Λουκάς κράτησε ένα μυστικό μόνο για τον εαυτό του: τη συνταγή του προφιτερόλ. Όπως έλεγε η ίδια η Λιζ με ένα χαμόγελο ανάμεικτο με θαυμασμό, «ο Λουκάς δεν αποκάλυψε ποτέ το μυστικό της συνταγής του – ούτε καν σε μένα, τη γυναίκα που αγάπησε πιο πολύ στη ζωή του».

Το İnci έγινε σημείο αναφοράς για τους λάτρεις του γλυκού – ένα μέρος που οι γενιές μεγάλωναν με τη γεύση του προφιτερόλ και τη ζεστασιά της παλιάς Πόλης. Κι αν ο χρόνος πέρασε, αν τα κτίρια άλλαξαν και τα πρόσωπα χάθηκαν, η ανάμνηση του Λουκά, της Λιζ και εκείνου του μοναδικού προφιτερόλ ζει ακόμα… μέσα σε κάθε κουταλιά, σε κάθε γλυκό χαμόγελο που γεννιέται στο İnci.

 

 

Απο την συνένετευξή μου με την Λίζα... 

 

-Μπορείτε να μας μιλήσετε για τον Λουκά Ζιγούρη;

 

Το όνομά του είναι Λουκάς Ζιγουρίδης, αλλά το έχουν γράψει λάθος στην ταυτότητά του. Έχασε τη μητέρα του όταν ήταν 6 χρονών και ο πατέρας του παντρεύτηκε, όταν ο Λουκάς ήταν 11 χρονών. Δουλεύοντας στο ζαχαροπλαστείο Gloria που βρισκόταν στη γωνία του Αγά Τζαμί στο Πέραν, ξεκίνησε το επάγγελμα της ζαχαροπλαστικής.

Δούλεψε εκεί για πολλά χρόνια ως μαθητευόμενος και έμαθε τη ζαχαροπλαστική με δικές του προσπάθειες. Αφού έμαθε τη δουλειά, με έναν Αλβανό φίλο του έγιναν συνέταιροι και άνοιξαν  το ζαχαροπλαστείο Ιντζί το οποίο βρίσκεται στο Μπέγιογλου και σήμερα. 

Για να μπορέσουν να ανοίξουν αυτό το μαγαζί, δανείστηκαν χρήματα από τον ιδιοκτήτη του περίφημου Gazino Kristal. Εν τω μεταξύ, ο Λουκάς ταξίδεψε στη Γαλλία και εκεί έμαθε όλα τα μυστικά και τη συνταγή του καλού προφιτερόλ. Έτσι το σύστησε και στους Τούρκους.

 

Το πρώτο μαγαζί του ήταν αυτό που είναι ακόμη στο Μπέγιογλου;

 

Ναι, όπως είπα και προηγουμένως το πρώτο του μαγαζί το άνοιξε στο Μπέγιογλου.

Ύστερα, χρόνια μετά, άνοιξε και δεύτερο μαγαζί στην Πρίγκηπο.

Τότε συζούσαμε και είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ μας. Πάντως παρ'όλη την διαφορά ηλικίας μας ειμασταν ένα ζευγάρι που ταιριάζαμε και  ζήσαμε εμπειριες και χρόνια πολύ όμορφα..

 

(Από το βιβλίο μου "Πόλη μου, Γευση μου, Ζωή μου"που κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Iason Books)

Κοινοποίηση μέσω:
Τελευταίες Ειδήσεις

Με την εγγραφή ή τη χρήση αυτού του ιστότοπου αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης και την Πολιτική Aπορρήτου της σελίδας

Μοιραστείτε μαζί μας τις δικές σας ειδήσεις:
info@edotourkia.gr

Powered by WebMedia | Developed by Monoware Web