Της Μαίρης Τσεβίκ Συμεωνίδου
Το Μόδι, με τη θαλασσινή της αύρα και το φως που αλλάζει κάθε ώρα της ημέρας, υπήρξε πάντα τόπος έμπνευσης για ποιητές, καλλιτέχνες και εραστές της ζωής. Εκεί, στην άκρη της θάλασσας, ρίζωσε μια από τις πιο ιστορικές ταβέρνες της Πόλης∙ η ταβέρνα του Κότσου.
Ο Κωνσταντίνος «Koço» Korontos, καταγόμενος από την Ίμβρο, άνοιξε το 1928 την πρώτη του ταβέρνα στο Μουχουρντάρ. Ήταν μια μικρή γωνιά που όμως γρήγορα γέμισε με κόσμο, τραγούδια και μυρωδιές από μεζέδες που έφεραν στο τραπέζι τη θάλασσα και την παράδοση. Το 1936 μεταφέρει το μαγαζί του δίπλα στο ταχυδρομείο στο Μόδικαι τελικά το 1964, εγκαθίσταται στη σημερινή τοποθεσία του, απέναντι από το Moda Deniz Kulübü, στην αρχή του δρόμου που οδηγεί στην παλιά μόδιώτικη αποβάθρα.
Το αγίασμα, το κρυφό μυστικό
Η θέση του δεν ήταν τυχαία. Από τη μια μεριά η θάλασσα, που χάριζε στην ταβέρνα το αλμυρό της άρωμα∙ από την άλλη, η γειτονιά με το μείγμα των πολιτισμών της. Στην αυλή του Κότσου υπήρχε κι ένα κρυφό μυστικό∙ ένα αγίασμα, το ayazma, που έφερνε στους θαμώνες έναν αέρα μυσταγωγίας, σαν να τους θύμιζε ότι ακόμα και μέσα στη μέθη και στο γλέντι, υπάρχει πάντα κάτι ιερό που μας συντροφεύει.
Δεν ήταν λοιπόν παράξενο που η ταβέρνα του Κότσου έγινε στέκι θρυλικό. Λένε πως όποιος πήγαινε για να πιει ρακί ή κρασί, στο τέλος ξεχνούσε να πιει, μαγεμένος από τους μεζέδες. Στην αίθουσα του Koço συναντήθηκαν μορφές του πνεύματος και της τέχνης∙ ποιητές, ιστορικοί, λογοτέχνες, πανεπιστημιακοί. Στα τραπέζια του ακούστηκαν απαγγελίες ποιημάτων, αναλύθηκαν κεφάλαια ιστορίας, ειπώθηκαν μυστικά πολιτικής, μα πάνω από όλα γράφτηκαν σελίδες φιλίας.
Ένας θρύλος που ακόμη ψιθυρίζεται
Ο ίδιος ο Koço δεν ήταν απλώς ένας ταβερνιάρης. Ήταν οικοδεσπότης με καρδιά πλατιά, γεμάτη ζεστασιά. Καλωσόριζε τον καθένα σαν φίλο, ήξερε να φτιάχνει ατμόσφαιρα, να γεμίζει ποτήρια, να απλώνει στο τραπέζι μεζέδες που έμεναν στη μνήμη. Γι’ αυτό και η ταβέρνα του δεν ήταν μόνο χώρος γεύσης, αλλά και τόπος μνήμης∙ μια γέφυρα ανάμεσα στη γιορτή και το ιερό, στη θάλασσα και στη γειτονιά, στο παρελθόν και στο παρόν.
Σήμερα, όταν μιλά κανείς για το Μόδι, το όνομα του Κότσου αναδύεται μαζί με το άρωμα της αλμύρας και τον ήχο των ποτηριών που τσουγκρίζουν. Γιατί η ταβέρνα του δεν υπήρξε μόνο ένα μαγαζί∙ ήταν ένας θρύλος, ένας μύθος που ακόμα ψιθυρίζεται, κάθε φορά που κάποιος αναζητά τη γεύση της αληθινής Πόλης.
"Πόλη μου, Γεύση μου, Ζωή μου”